Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.




Τα βράδια ο μπόγιας μαζεύει τις αδέσποτες φωνές σ' ένα ενυδρείο δακρύων. Τις βουτάει στην άλμη και φιμώνει με το κάψιμο τους λαιμούς των άναρχων τραγουδιών. Διασφαλίζει κοινή ησυχία. Τα παιδιά γουρλώνουν τα μάτια σαν στόματα. Λες και οι κόρες των ματιών ζωντανεύουν και συνεχίζουν το έργο των πνιγμένων φωνηέντων. Σε κοιτώ με φωνήεντα. Δεν είναι πως μιλώ. Μουρμουρίζω σαν γάτα που κλαίει παράπονα του κόσμου. Κλαίω και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε. Βγαίνω από τη σελίδα της βιογραφίας μου και βαδίζω πίσω. Επιστρέφω. Γυρίζω. Μηδενίζω το ταξίδι.

Σιχάθηκα τις λεωφόρους. Αχόρταγα στόματα που καταπίνουν πολυκοσμίες. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Στο χωριό. Στην μήτρα της μάνας μου. Δεν έχει χειρόφρενο ο εαυτός, ούτε όπισθεν. Γύρισα πλάτη. Σφυρίζουν τ' αυτιά μου, οι σειρήνες, ο ιμάντας του αυτοκινήτου που παράτησα - στην εγκατάλειψη και τ' άψυχα αποκτούν ψυχή και παράπονα. Δε συγκινούμαι. Αυτό με τρομάζει περισσότερο. Δε συγκινούμαι. Κοιτάζω διαγώνια τον τροχονόμο και προσπερνώ το σήμα του, τον κόμβο εξόδου της παράκαμψης, το σημείο γέννας και θανάτου και συνεχίζω. 

Μου κολλά την κλήση στην πλάτη, όπως τόσα χρόνια μου κολλούσαν στην πλάτη επικροτήσεις οι κόλακες. Τα πλήρωσα όλα. Κλήσεις και επικροτήσεις. Οι δεύτερες κροτίδες, σκάγαν ως προειδοποιήσεις σαν έφτανε η προθεσμία πληρωμής τους. Τα πλήρωσα όλα με νομίσματα φωνηέντων. Εκείνα τ' ακριβά, που στο νομισματοκοπείο της ψυχής μετρούν διπλάσια από το βάρος τους, ζυγισμένο στις παλάμες της μοναξιάς. Αυτή τη φορά σκίζω το πρόστιμο. Θα ‘χουν να λαμβάνουν. Συνεχίζω.

Από το παράθυρο της επιστροφής μου βλέπω πρόσωπα άχρωμα εγκλωβισμένα, δυστυχή. Απεχθάνομαι το μποτιλιάρισμα. Φάτσες οδηγών αποκρουστικής αποσύνθεσης. Μυρίζει ψοφίμι. Μυρίζει νεκροταφείο. Ανάβω το καντήλι στο εκκλησάκι στο πλάι του δρόμου. Κατεβαίνουν κάποιοι άγγελοι από τον παράδεισο. Στρώνουν τραπέζι. Κάθομαι ξελιγωμένη από το βουβό κλάμα και τον αποπροσανατολισμό. Μου δίνουν κατάλογο να διαλέξω. Όλα σε τιμές χαμένων ονείρων. Δύσκολο μενού. Ορεκτικό ενθουσιασμού, τιμή δύο ονείρων η αυτοκτονία. Κυρίως πιάτο καταξίωσης, τιμή πέντε παιδικών ονείρων η θυσία. Δεν πεινώ πια. Θέλω να εξαργυρώσω τα όνειρα. Οι άγγελοι αρνούνται. Δεν έχεις δικαίωμα αναίρεσης. Δεν είναι computer-game η Ζωή. Δεν πιστεύω σε οπτασίες, είπα, και τ' όραμα χάθηκε αυτοστιγμεί. Η λεωφόρος όχι. Το μποτιλιάρισμα όχι. Η απόγνωση όχι. Μόνο το όραμα. Συνεχίζω.

Επιβραδύνω ως την ακινησία. Ακίνητη και πεινασμένη. Βουβή μπρος στα τζάμια των σταματημένων στο φανάρι αυτοκινήτων. Σταματώ τη Ζωή μου. Τα χέρια ξέρουν να υπηρετούν τον ζητιάνο εαυτό. Απλώνονται. Επαιτούν. Τα κόβω. Απλώνονται λυτρωτικά τα μανίκια μου. Οι οδηγοί συγκινούνται αδιάφορα. Μου δίνουν κέρματα. Ζητώ σύμφωνα για τα φωνήεντά μου. Μου δίνουν κέρματα και αδιαφορία. Σωριάζομαι στο πλάι. Στρέφονται κάποια κεφάλια προς παρατήρηση. Ανάβει πράσινο. Πρώτη. Γκάζι. Επιτάχυνση. Συνεχίζουν.

Τρέχουν στις λεωφόρους οι ανθρώποι, τ' αμάξια τους, υδρογόΝου πια, τα ωράριά τους, τα σπερματοζωάρια της αναπαραγωγής, τα χρόνια, οι ζωές. Βγάζω ρίζες έτσι ξεχασμένη. Ρουφώ νερό από το χώμα. Συνέρχομαι. Συνεχίζω.

Ανταμώνω τον παιδικό μου εαυτό. Με πιάνω από το χέρι στην διασταύρωση Αλήθειας και Παραίσθησης. Τι κρύο χεράκι! Αυτό το πιτσιρίκι πεινά πιο πολύ από μένα. Το παιδί πρέπει να κλάψει για να το ταΐσει η μάνα. Ακούγεται  ένα κλάμα βουβό, μα δεν ξέρω αν είμαι το παιδί που κλαίει ή η μάνα που πρέπει να το ταΐσει. Με παίρνω αγκαλιά. Συνεχίζω…

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.
Επιβραδύνω ως την ακινησία και περπατώ με τα μάτια ως το τέλος του δρόμου που τέλος δεν έχει…

Δεν υπάρχω ούτε εγώ, απαντώ…