Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Κόντρα..


Η φωτογραφία.. διαδηλώνει εδώ:
http://www.gettyimages.com/detail/video/young-woman-lying-in-grass-cemetery-in-background-stock-video-footage/88030888


Πρέπει να μάθω να ζω μ’ όσα με στοιχειώνουν. Ίλιγγος, κλειστοφοβία κι αυτή η κυκλοθυμία που κάνει κύκλους γύρω από το σφαιρικό κύτταρο στο αίμα και στη σκέψη μου επηρεάζοντας την μετεωρολογία του είναι μου. Τελευταία διακρίνω σημάδια αποστασίας. Δεν συγχρονίζομαι μ’ αυτόν τον ελαττωματικό εαυτό. Αρνούμαι να συνεργαστώ. Πηγαίνω κόντρα. Θ’ αλλάξω.

Μπροστά στο γκισέ της τράπεζας.
-Υπογράψτε εδώ παρακαλώ, η υπάλληλος απευθύνεται σε μένα, επιστρέφοντάς μου την ταυτότητα, το βιβλιάριο,  τα λεφτά  και το αποδεικτικό ανάληψης χρημάτων.
Με κοιτάζω στην ταυτότητα. Το ένα μάτι μισόκλειστο. Χωρίς μακιγιάζ. Σαν χρόνια πριν ή χρόνια μετά. Με βλέμμα καταδίκης.
-Δεν είμαι εγώ αυτή, απαντώ στην υπάλληλο… Δεν υπογράφω…
-Μα τι λέτε; Κρατάτε 3 χιλιάδες ευρώ στο χέρι σας. Έλεγξα το βιβλιάριο και την ταυτότητά σας. Εσείς είστε στη φωτογραφία!.. Υπογράψτε παρακαλώ. Τι σας συμβαίνει;

Υπέγραψα; Δεν υπέγραψα; Δε θυμάμαι. Βγήκα από την τράπεζα απαρατήρητη. Δεν με καταδίωκε κανείς, μα ένιωθα κυνηγημένη, φυγάς και δραπέτης. Με γρήγορες κινήσεις πάλεψα να εξαφανιστώ. Κοίταξα τριγύρω. Δεν με καταδίωκε κανείς. Κανείς, εκτός από τον εαυτό μου.
Δεν  έχει κατάλληλη ώρα γι’ αυτό. Σου συμβαίνει σε κάποια στιγμή που ο αυτιστικός θόρυβος της πόλης υπνωτίζει τη σκέψη σου, μηχανικά αποκρίνεσαι στους γύρω σου παλεύοντας να ολοκληρώσεις  μία τετριμμένη διαδικασία που συμβατικά είχες αρχίσει. Όλα συμβαίνουν σε εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο ενδιάμεσο δευτερόλεπτο,  που σε εσωτερικό χρόνο ισοδυναμεί με μία ολόκληρη ώρα ή νύχτα (όχι μέρα, ποτέ μέρα. Νύχτα, που γίνονται οι βαθιές εξομολογήσεις και επανεξετάσεις του εαυτού).. Και προλαβαίνεις να βγεις από το σώμα σου, να σε δεις από μακριά, να μην σε αναγνωρίσεις, να μην αποδεχτείς την ταύτιση, «Εγώ είμαι Αυτή;», να μην θέλεις να ξαναμπείς σ’ αυτό το εγκλωβισμένο κορμί, να αρνείσαι να γίνεις Αυτή και να το σκας τρέχοντας … σαν φυγάς, σαν δραπέτης.

Έτρεξα μερικά μέτρα. Μία σφυρίχτρα τρέλαινε το μυαλό μου, σαν ένας τροχονόμος να  ήθελε να με ακινητοποιήσει για να  μου αποδώσει κλήση για ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο ίλιγγός μου επέστρεψε. Η αυτοαμφισβήτησή μου επίσης. Χιλιάδες σκυλιά του Παβλώφ είχαν τη μορφή μου και υποκαθιστούσαν τους περαστικούς στο δρόμο. Σιελογόνοι αδένες σήμαιναν πείνα. Οι διαφημιστικές αφίσες γελούσαν κοροϊδευτικά  στην εξαρτημένη  μου μάθηση. Εγώ, η καλύτερη μαθήτρια. Σ’ όλα τα εξαρτημένα ερεθίσματα της κοινωνίας αντιδρώ προβλέψιμα. Εκπαιδεύτηκα άριστα γι’ αυτό που προοριζόμουν: υπάκουος πολίτης, βουβή νοικοκυρά, συνεπής υπάλληλος.
Έτρεχα μ’ όλη μου τη δύναμη… να ξεφύγω... να ξεφύγω… να ξεφύγω... Νιώθω τρέχω ακόμη…

Άπλωσα το χέρι μου και σχεδόν σκαρφάλωσα στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά μου. Η ψηφιοποιημένη φωνή ειδοποιεί:  «Επόμενη στάση ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ». Κοντεύουμε.  Εκεί που το χρήμα δεν έχει καμία αξία. Εκεί που αν δεν έχεις συμφιλιωθεί με τον εαυτό σου, δεν ησυχάζεις ούτε μέσα στον τάφο. Εκεί που σκάβουν τη νύχτα οι αιώνιοι σχιζοφρενείς, που  έζησαν νεκροί και πεθαίνοντας στοίχειωσαν βασανιστικά τ’ ανεκπλήρωτα όνειρά τους.

Κάθισα στην γαλαρία. Όπως τότε που πηγαίναμε εκδρομή στο γυμνάσιο. Ούτε τότε ήξερα ποια ήμουν. Τότε όμως είχα την εφηβική αυταπάτη πως διαμορφώνομαι. Τώρα; Στα 40; Τι δουλειά έχω στην γαλαρία του λεωφορείου με κατεύθυνση τα κοιμητήρια, με 3 χιλιάδες ευρώ στο χέρι, με δίχως ταυτότητα, με τον ίλιγγο να φέρνει παλίρροια στο αίμα μου, με την κλειστοφοβία να παραποιεί μεταμορφωτικά το λεωφορείο σε αστυνομικό όχημα μεταφοράς καταδίκων, με την ημέρα να νυχτώνει νωρίς, με την αγκαλιά άδεια από κείνα τα ουσιώδη, εκείνα που σε κάνουν να θέλεις να γυρίσεις πίσω στο σπίτι, στη ζωή σου, στο σώμα σου.

Κοιτάζω την αντανάκλαση του εαυτού μου στον καθρέφτη.
«Δεν είμαι εγώ..». Πνίγονται τα λόγια, ξεφεύγουν τα δάκρυα. Ανοίγω το παράθυρο. Βγάζω το χέρι έξω. Σκορπίζω το πάκο με τα πενηντάευρα. Κάνω ευτυχισμένους τους περαστικούς. Βυθίζω τον εαυτό μου στο κενό και πιάνομαι από τη χειρολαβή πατώντας το κόκκινο κουμπί της στάσης.
ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ.
«Θέλω να κατέβω. Από τη ζωή μου.»      

Απότομο χειρόφρενο. Μία σειρήνα σφυρίζει. Ένα ασθενοφόρο προσπερνά το λεωφορείο, εμένα και τη ζωή μου. Κάποιος πεθαίνει. Εγώ επιζώ. Δεν με ψάχνει κανείς. Η αστυνομία απεργεί. Οι καταζητούμενοι θα μείνουν καταζητούμενοι για λίγο ακόμη.
Σουρουπώνει.. Κρύβομαι στο άλσος με τους νεκρούς, κουλουριάζομαι αγκαλιάζοντας το άγνωστο αυτό σώμα μου και σαν τρελή συνομιλώ με τις σκιές.

«Πώς γίνεται η σκιά να έχει το σχήμα του πρωτότυπου, ενώ το πρωτότυπο δεν κατάφερε να  διαμορφώσει το είναι του; Δεν θέλω να πεθάνω ανώνυμη και ρομποτικά  πανομοιότυπη μέσα στο επαναλαμβανόμενο σκηνικό αυτού του κόσμου. Όχι σαν μία αναλώσιμη φιγούρα. Δεν θέλω να πεθάνω υπάλληλος. Δεν θέλω να πεθάνω στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Θυμάμαι τους ήρωες των ιστοριών που με μάγευαν μικρή. Πού πήγε η  μαγεία; Γιατί οι τσέπες του κορμιού μου είναι άδειες; Γιατί οι διάδρομοι της σκέψης μου απομονώθηκαν από την αυλή της φαντασίας; Γιατί τρέχω λαχανιασμένη σ’ αυτόν τον τεράστιο λαβύρινθο που μοιάζει να στήθηκε για να με παγιδεύσουν; Πιάστηκα στη φάκα; Και ποιος μου δίνει αυτό το μπολάκι με το φαγητό να καταλαγιάσει την πείνα που ένιωθα από  μικρή και ήθελα να καταβροχθίσω ολόκληρο τον κόσμο και να πιω τη ζωή μονορούφι; Με ποια  κατηγορία καταδικάστηκα εσώκλειστη εδώ; Αποκόπηκα από Μένα και  με πιάσανε οι δήμιοι; Θέλω να επιστρέψω. Πίσω. Σε κείνο το κοριτσάκι που κάθεται στα σκαλιά του σχολείου και δεν μπαίνει στην Α’ δημοτικού, γιατί υποψιάζεται πως οι δάσκαλοι δεν θα της επιτρέπουν πλέον να ζωγραφίζει με τις ώρες, θα της μάθουν κανόνες, κανόνες, κανόνες, θα της μάθουν να σκέφτεται όπως πρέπει, να ενεργεί όπως πρέπει, να κάνει ησυχία, να προσαρμόζεται,  να υπακούει, να υπακούει, να υπακούει...»

Σηκώνομαι όρθια. Τρέχω στους στενούς διαδρόμους από μνήμα σε μνήμα. Σαν θρανία παραταγμένοι οι τάφοι. Ορειβατώ προς την κορυφή του λόφου του νεκροταφείου, σαν  ν’ ανεβαίνω στην απάτητη κορυφή της ψυχής μου. Εδώ έρχεσαι πιο κοντά με τη ζωή, γιατί το τέλος σού θυμίζει πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος.  Εδώ έρχεσαι πιο κοντά με το θεό σου και ξαναβρίσκεις το δρόμο που άφησες μισοτελειωμένο κάπου εκεί στο δημοτικό, τη στιγμή που έμαθες επιτέλους – μετά από τόσες τιμωρίες ή υποδείξεις- να υπακούς, να υπακούς, να υπακούς…

Κοίταξα δεξιά κι αριστερά, προσανατολίστηκα και προσδιόρισα προς τα πού ήταν το δημοτικό σχολείο που φοίτησα. Άπλωσα το χέρι μου προς το κοριτσάκι που για 34 χρόνια καθόταν στα σκαλιά αρνούμενο να μπει στην τάξη της Α’ δημοτικού, όταν Εγώ διέσχιζα το διάδρομο με βουβό κλάμα. Πονά ο αποχωρισμός. Τότε αποχωρίστηκα τον εαυτό μου. Από κείνη τη στιγμή ως σήμερα, ήμουν η καλή μαθήτρια, η υπάκουη κόρη, η επιμελής φοιτήτρια, η συνεπής υπάλληλος, η υπομονετική ερωμένη, η συμβιβαστική γυναίκα, η υποτακτική πολίτης αυτής της χώρας. Με τον ίλιγγο να εμβολιάζει το αίμα μου με υψοφοβία. Έτσι είχα  άλλοθι για να κοροϊδεύω τον εαυτό μου λέγοντας πως ηθελημένα μένω «χαμηλά». Με την κλειστοφοβία μου  να με δένει πισθάγκωνα στον κέντρο του μικροσκοπικού μου διαμερίσματος. Με τους αρουραίους φόβους μου να χορεύουν τριγύρω αποθρασυνόμενοι, γνωρίζοντας  καλά πως πια δεν μπορώ ν’ αντιδράσω. Παρόμοιο χορό στήναν όλοι οι ιθύνοντες τόσα χρόνια πάνω στην αδυναμία μου ν’ αντιδράσω.

Έπιασα το κοριτσάκι από το χέρι ή το κοριτσάκι με άρπαξε από το φουστάνι της τρομαγμένης ψυχής μου. 
-Μου το υποσχέθηκες!, είπε το κοριτσάκι με έντονο παιδικό παράπονο. Μου το υποσχέθηκες πως θα οργώσουμε τη ζωή, πως δε θα μου αφήσεις ποτέ το χέρι, πως θα πάμε κόντρα, στους κανόνες, στους φόβους και θα κυνηγήσουμε το όνειρο.
Χαμήλωσα τα μάτια για τελευταία φορά.
-Η αστυνομία απεργεί. Το πιστεύεις; Η αστυνομία απεργεί! Ποιος θα το φανταζόταν! Η αστυνομία που μια ζωή την έχουμε να ταυτίζεται με το σύστημα, πάει κόντρα σ’ αυτό! Απέδρασα και δεν επιστρέφω στη φυλακή μου. Διάλεξε ένα όνομα. Θα ξαναγεννηθούμε, έστω σ’ αυτό το διήγημα, που θα θελα σαν τρελή να ήταν πραγματικότητα! Διάλεξε όνομα.
- Ελευθερία, είπε το κοριτσάκι και γύρισε την πλάτη στο σχολείο. Θα ξεκινήσουμε από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Η Παιδεία είναι Δωρεάν, μα ο κόσμος δεν το ξέρει, γιατί δεν έχουν νομίσματα χρόνου  να πληρώσουν την αναζήτηση της Αλήθειας. Ο χρόνος μας είναι υποθηκευμένος στα χέρια εκείνων που μας έπεισαν πως τους χρωστάμε χάρη για τη μικρή μερίδα ουρανού που μας παραχώρησαν. Δεν χωράνε σ’ αυτό το εκτάριο ουρανού τα όνειρά μας. Άνοιξε το παράθυρο του μυαλού σου να σου δείξω τους γαλαξίες που σκοπεύω να φτάσουμε. Άνοιξε το βήμα της ψυχής σου και το σώμα θ’ ακολουθήσει. Μην φοβηθείς. Το άγνωστο αυτό σώμα σου τότε θ’ αποκτήσει συγγένεια με την ψυχή και εγώ δεν θα ‘μαι ένα ξένο κοριτσάκι από το  μακρινό παρελθόν σου. Θα είμαι Εσύ κι Εσύ θα είσαι Εγώ. 34  χρόνια σε περίμενα να γυρίσεις να με πάρεις μαζί σου. Να τηρήσεις τις υποσχέσεις σου.
-Νιώθω να ‘μαι Εγώ το κοριτσάκι κι Εσύ η Γυναίκα.
- Είναι που αρχίζω να γίνομαι Εσύ κι Εσύ Εγώ.

Ακούστηκαν σειρήνες. Στην οδό που ‘ναι παράλληλη με τους αδρανείς οριζόντιους διαδρόμους του νεκροταφείου γίνεται διαδήλωση. Η αστυνομία απεργεί. Ακούς; Η αστυνομία απεργεί! Ποιος θα το πίστευε!
Η ανάμνησή μου ζωντανεύει το κουδούνι του δημοτικού. Το θρανίο άδειο. Δηλώθηκε στο διευθυντή η απουσία  μίας μαθήτριας. Ενημερώθηκαν οι γονείς. Δηλώθηκε εξαφάνιση. Χτύπησαν τα Silver Alert. Σκάβω έναν λάκκο και θάβω την ταυτότητά μου. Σηκώνομαι και τρέχω. Με ψάχνουν όλοι, την ώρα που διασχίζω τους κάθετους διαδρόμους του νεκροταφείου και αναμιγνύομαι με τη διαδήλωση. Η ταχυπαλμία μου με σπρώχνει. Φωνάζω συνθήματα και κρατώ μία σημαία που ανεμίζει. Κοιτώ το πανό:
«Δε θα σε σώσει  κανείς. Μόνος σου μπορείς να σωθείς.
Κόντρα σ’ αυτό το σενάριο. Είμαστε εδώ… σήμερα και αύριο.»


Ο συγχρονισμένος αντίλαλος της διαδήλωσης με διαπερνά. Μοιάζει σαν όλοι να είχαν θάψει σε ένα μικρό λάκκο πριν λίγο τις παλιές τους ταυτότητες. Συγχρονίζομαι κι εγώ. Φωνάζω. Καίω λες από πυρετό. Με ψηλαφώ στο πρόσωπο. Μου μοιάζω, μα δεν είμαι εγώ πια ή, μάλλον, είμαι πιο Εγώ παρά ποτέ.